Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

To 2

Ο αέρας μαστιγώνει το πρόσωπό μου και εγώ ξεκουμπώνω άφοβα του κουμπιά του παλτού μου.
Το ψύχος με διαπερνά. Μου αρέσει.
Τα μάτια υγρά και τα μάγουλα κρυστάλλινα, μου χαρίζουν ένα μούδιασμα σχεδόν μεθυστικό.

Είναι βράδυ και η κούραση με έχει καταβάλει. Κάθομαι στο παγκάκι, βλέποντας υπνοτισμένη τα αμάξια να περνούν. 
Εκεί καθισμένη, και ακίνητη, σχεδόν σαν άγαλμα, περιμένω το σωστό αριθμό να περάσει. Τον αριθμό που θα με αφήσει έξω από το σπίτι. Ούτε βήμα μακριά.

Επικρατεί φασαρία. Δεν διακρίνονται φωνές, ούτε και γέλια. Σε αυτή τη ζούγκλα, τα πρόσωπα πλέον θολά γίνονται ένα με το γκρίζο της πόλης. Νιώθω καλά εδώ. Οι σκέψεις περισσεύουν, πνίγονται και αυτές μέσα στον ευεργετικό όχλο.



Η ώρα περνάει. Δε νιώθω το δέρμα μου, ενώ τα μάτια μου δακρύζουν. Το ψύχος εκδικείται. Σπάω το καλούπι του αγάλματος. Κουμπώνω το παλτό μου και αρχίζω να τρίβω τα χέρια μου. Ένας βίαος αέρας ξεκινά χλευάζοντάς με.

Δεν έρχεται. Το δικό μου. Δεν έρχεται. Άλλοι αριθμοί περνούν, σταματούν και φεύγουν. Μα το δικό μου όχι. Αρχίζω να αγακτώ. Και κρυώνω. Κρυώνω πολύ. 

Ο κόσμος ξυπνάει, γίνεται πραγματικός. Φωνές αρχίζουν να ξεχωρίζουν. Και γέλια. Πολλά γέλια. 
Σταματήστε να γελάτε, σκέφτομαι. Με κοροϊδεύουν. Τι τους έκανα; 
Μάτια με καρφώνουν. Δε νιώθω καλά πια.  
Θα σταματήσω να κουνιέμαι. Να μην τραβάω την προσοχή. Γιατί δεν έρχεσαι επιτέλους;
Τα αμάξια κορνάρουν βίαια και εκείνο αργεί. Αργεί πολύ.

Αναμνήσεις ξεπετιούνται σα ζιζάνια· πρώτα ως εικόνες και έπειτα με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση. Και εγώ περιμένω· το 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου