Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

True freedom comes when all hope is gone

-Ξέρετε που βρίσκεστε;
-Απαίσιο κτίριο. Αυτό το χρώμα, πως το λένε, ώχρα; Πολύ μουντό, ρε παιδί μου. Βάλτε κάτι πιο χαρούμενο.
-Σας παρακαλώ, είμαστε μισή ώρα εδώ, διευκολύνετε την θέση σας και απαντήστε μου. Ξέρετε που βρίσκεστε;
-Μην συγχύζεστε κύριε. Αν μη τι άλλο από τους δυό μας εγώ είμαι η περισσότερο τρελή. Όχι; Και για να σας καλοπιάσω, βρισκόμαστε στο τρελοκομείο. Ή όχι με συγχωρείτε σε κλινική για τους ψυχικά ασθενείς.
-Ξέρετε γιατί είστε εδώ;
-Υποθέτω γιατί είμαι τρελή;
-Ξέρετε ποιοι σας έφεραν εδώ;
-Το μόνο καλό είναι ότι έχετε μεγάλα παράθυρα, αλλά και πάλι καμμία διαφορά δεν έχει. Το φως και ο φρέσκος αέρας αρρωσταίνουν εδώ μέσα. Κρίμα δεν είναι;
-Εσείς πιστεύετε πως είστε τρελή;
-Χα! Αυτή είναι δική σας δουλειά και δεν προτίθεμαι να σας διευκολύνω. Αν και πρέπει να σας πω ότι δεν είμαι εθελοντικά εδώ, είπε ρίχνοντας το βλέμμα στα δεμένα με λουριά χέρια της.
-Ξέρετε γιατί σας δέσαμε;
-Υποθέτω γιατί σας είπαν ότι πήγα να τους σκοτώσω. 
-Δεν πήγατε να τους σκοτώσετε; Είπαν ψέμματα;
-Δεν μπορείς να σκοτώσεις τους ήδη νεκρούς, είπε αποστρέφοντας το βλέμμα της. Από την άλλη, δε βρίσκω το λόγο να με έχετε δεμένη χειροπόδαρα, ενώ αφήνετε τον κύριο από εδώ να παίζει ποδόσφαιρο με την εικόνα του Εσταυρωμένου. Είναι κάπως ανησυχητικό, αλλά εσείς ξέρετε.

Ο γιατρός γύρισε προς την αυλή μπερδεμένος. Όντως, έξω από το κτίριο υπήρχε ένας νεαρός άνδρας ντυμένος με μαύρα ράσα, ο οποίος κλωτσούσε την μπάλα ενάντια στον τοίχο και πότε ουρλιάζοντας θριαμβευτικά πότε βρίζοντας τα θεία, έπαιζε το δικό του αγώνα. Ο γιατρός έγνεψε σε δύο νοσοκόμες, οι οποίες κατευθύνθηκαν προς το μέρος του.

-Είναι ταλαιπωρημένο παιδί, μόλις εικοσι-δύο, ήταν μοναχός για δύο χρόνια στο Άγιον Όρος, μα δεν άντεξε.
- Εγώ μια χαρά τον βλέπω, είπε χαρίζοντας του ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
-Ας γυρίσουμε σε σας, οι άνθρωποι που σας φέρανε εδώ είπατε πως είναι νεκροί;
- Να είδατε; Είπα μια κουβέντα και θα πατήσετε εκεί για να με βγάλετε τρελή. Ακούστε κύριε πως σας λένε, δεν έχω βλάψει ποτέ κανένα, όχι πως δεν ήθελα ή δεν μπορούσα, απλώς δεν έβρισκα ποτέ τον λόγο για να το κάνω. Ο σαδισμός είναι μία δελεαστική πόρτα που επέλεξα συνειδητά να μην ανοίξω ποτέ. Οι άνθρωποι που με έφεραν εδώ, με κέρδισαν. Δεν μπορώ παρά να τους παραδεχτώ και να αποδεχτώ την ήττα μου.
-Αυτοί οι άνθρωποι είναι η οικογένεια σας.
-Γνωρίζω ποιοι είναι κύριε.
-Πιστεύετε πως θέλουν το κακό σας; Για αυτό σας έφεραν εδώ;
-Πιστεύω ότι οι ζωές των ανθρώπων είναι κύκλοι. Γεννιόμαστε, ζούμε, πεθαίνουμε και ξανά πάλι από την αρχή. Πιστεύω ότι ένας κύκλος έκλεισε, πιστεύω ότι κάποιος άλλος αρχίζει. Νικητές και χαμένοι, αυτό είμαστε ανάλογα την περίοδο. Έχω κερδίσει και εγώ, παράπονο δεν έχω, είπε σχεδόν νοσταλγικά.
-Δεν σας καταλαβαίνω. Δε βγάζετε νόημα.
-Δε θα ήμουν εδώ αν έβγαζα, είπε χαμογελώντας.
-Θέλετε να προσπαθήσετε να μου εξηγήσετε; Μπορείτε ακόμα να τη γλυτώσετε, δε θέλετε να καταντήσετε σαν το καημένο παιδί εξω σωστά; Εκείνος δεν έχει κανένα, εσείς όμως έχετε τον πατέρα σας, τον άνδρα σας, το παιδί σας να σκεφτείτε. Όλοι θέλουν να γυρίσετε πίσω. Σας αγαπάνε.
-Το γνωρίζω. Αυτό που δεν αντιλαμβάνομαι είναι τι ζητάτε από μένα.
-Μία εξήγηση. Γιατί το κάνατε; Θα το συνεχίσετε;
-Είναι η φύση μου. Και αν δεν το συνεχίσω δε θα είμαι εγώ και αν δεν αντιδρούσαν δε θα ήταν εκείνοι.
-Οι άνθρωποί σας έχουν όρια. 
-Το ίδιο και εγώ, για αυτό είμαι εδώ.
-Πήγατε να τους σκοτώσετε; Ναι ή όχι;
-Σας είπα, ήταν ήδη νεκροί.