Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Κουτσινικά

Πρόσεχε μην πέσεις!
Και έπεφτα. Και χαμογελούσες. Και γέλαγα μαζί σου.
Μην χοροπηδάς τόσο!
Και η φόρα γινόταν μεγαλύτερη. Και έπεφτα και πάλι γελούσες.

Σε κάθε πτώση, σε κάθε άλμα. Εσύ.



Δεν ξέρω τι να γράψω για σένα. Τίποτα δεν είναι αρκετό και τόσο όμορφο όσο ήσουν εσύ.
Όσο είσαι εσύ...



Στεκόμουν απέναντι σου. Συνήθιζες όταν πηγαίναμε εκκλησία να είσαι δίπλα μου κρατώντας μου το χέρι. Αστείο είναι που στέκομαι απέναντί σου τώρα. Δεν είναι;
Σου μίλαγα ώρα. Δεν απαντούσες. Τουλάχιστον κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.



(Ο λόγος μου διαταγή πάντα έλεγες.)

Ξύπνα. Μη με προδώσεις τώρα. Ξύπνα!
Ίσως αν τα πω φωναχτά...Ίσως αν τα πω χίλιες, εκατομμύρια φορές, τότε να πιάσει.
Και τα λέω. Δεν σταματάω να τα λέω.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Η περιπέτεια (Μέρος Α')

Άνοιξε δειλά-δειλά την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Έτρεμε ολόκληρη. Τα γυμνά της πόδια λυγούσαν σε κάθε της βήμα, ενώ ο παλμός της καρδιάς της έμοιαζε με τον ασυγχρόνιστο ρυθμό κάποιου αρχέγονου χορού. Έκανε να προχωρήσει, μα σταμάτησε. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλύτερα να γυρίσει πίσω. Αν και άδειο και σκοτεινό, το προηγούμενο δωμάτιο ήταν ασφαλές. Είχε συνηθίσει την σιωπή και δεν ήταν πλέον τόσο άσχημη. 

Στην αρχή δεν άντεχε να ανοίξει τα μάτια της, η ησυχία την τρέλαινε και το μόνο που περίμενε ήταν πότε θα την κατασπαράξει. Μα σαν πέρναγε ο καιρός οι κραυγές και οι παροξυσμοί ελαττώθηκαν. Υιοθέτησε ένα υποτονικό, κάπως νωχελικό μουρμουρητό και καρτερούσε το τέλος. Αλλά αυτό δεν ερχόταν ποτέ και σιγά σιγά έμαθε να υπάρχει εκεί. Με μοναδικό φως ένα φεγγίτη περνούσε τις μέρες της παίζοντας με τις σκιές και μιλώντας με τις φωνές που είχε γεννήσει η φαντασία της. Όλα ήταν ήρεμα και ο φόβος του θανάτου έσβηνε.

Ηρεμία και ασφάλεια και επανάληψη. Αυτά επικρατούσαν στην ζωή της από τότε που αποφάσισε να αποχωριστεί το πατρικό της για να κυνηγήσει περιπέτειες. Και βρήκε. Η πρώτη και η τελευταία της περιπέτεια -μέχρι τώρα- ήταν αυτή που την οδήγησε εκεί που βρίσκεται. Προσπαθεί να προσδιορίσει περίπου το χρόνο που έχει περάσει σε αυτό το μέρος, μα και αυτός μοιάζει σταματημένος. Δεν είχε πια ανάγκη από φαΐ, νερό ή ύπνο, ενώ πρόσφατα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε και αναπνοή. Είχε μείνει εκείνη και η σκέψη της. Ύβρις και Νέμεσις, σκέφτηκε, αφήνοντας να της ξεφύγει ένα απαλό μειδίαμα.

Δύο γονείς, αυτό το θυμόταν ακόμα. Και ένα σπίτι με ένα κήπο. Και ένα δέντρο. Στο πλάι. Ή μάλλον, όχι. Όχι στο πλάι, ήταν στην μέση, δίπλα από το τραπέζι. Ή όχι; Είχε ροζ άνθη και μύριζε όμορφα. Και ο φράχτης... 

Από τότε που ήταν μικρή θυμόταν να είναι ελεύθερη στο παιχνίδι, στην έκφραση, στο τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Οι γονείς της, της παρείχαν τα πάντα, ρούχα και δασκάλους, ασφάλεια και φροντίδα. Όλα για την πριγκίπισσα, όλα για εκείνη. Και εκείνη λάτρευε να παίρνει και να ζητά. Μέχρι που πρόσεξε εκείνο το φράχτη και ρώτησε τους γονείς της, τι υπήρχε πέρα από αυτόν. Οι γονείς της κοιτάχτηκαν συνωμοτικά και έπειτα με ένα ύφος απόλυτης περηφάνιας και στοργής, γύρισαν προς το μέρος της μικρής τους κόρης. Η απάντηση ήρθε απότομη και από τους δύο, σαν να προετοιμάζονταν εδώ και χρόνια και η μεγάλη ώρα να είχε έρθει: Το Χάος. Εκείνη η στιγμή ήταν τόσο σημαντική για εκείνους. Ήταν η στιγμή που παρέδιδαν στην απόγονό τους όλη την σοφία τους. Όλη την σοφία αυτού του κόσμου. Ήταν η  αρχή του τέλους τους. Η απόλυτη στιγμή μετουσίωσης. 

Το μικρό κορίτσι ξαφνιάστηκε με το άκουσμα της λέξης. Φαινόταν να είναι κάτι σοβαρό... και παράξενο. Της άρεσε. 
"Πότε θα πάμε; Θέλω να πάμε. Στο Χάος. Θα έχει και άλλα παιδιά; Μπορώ να βάλω το καινούργιο μου φουστάνι;". 
Στο άκουσμα αυτού, οι γονείς της γύρισαν ακαριαία και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. "Αγάπη μου, δεν κατάλαβες, εκεί είναι το Χάος, δεν πηγαίνουμε εκεί," είπε η μητέρα της σχεδόν παρακλητικά.
"Μα, θέλω να πάω. Θα είμαι καλή μαθήτρια και θα διαβάσω ό, τι μου πείτε και δε θα δαγκώσω κανένα και θα κοιμάμαι νωρίς. Παρακαλώ, παρακαλώ."
"Σταμάτα!", είπε ο πατέρας της. "Δεν ακούω κουβέντα. Δε θα τολμήσεις να πλησιάσεις αυτό το φράχτη, μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι είπες. Έγινα σαφής;"

Πρώτη φορά της μίλαγε έτσι. Δεν είχε κάνει τίποτα. Ήταν ευγενική. Είχε πει Παρακαλώ. Όχι, αυτό δε θα του το συγχωρούσε. Δε θα έκλαιγε μπροστά του. Έκανε μεταβολή και με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Θα έβρισκε έναν τρόπο. Και θα του έδειχνε. Αν όχι τώρα, κάποια στιγμή. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Τα πάντα!

υτός ο διαολεμένος φράχτης," είπε δυνατά, χτυπώντας με μίσος τη γροθιά της στο κρύο τσιμέντο. Όταν ηρέμησε, μάζεψε το χέρι της, ούτε μία κηλίδα αίματος, ούτε μία γρατζουνιά...



Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

To be honest

Και αναρωτιέμαι αν θα έρθει ποτέ αυτή η λύτρωση που μου υποσχέθηκες κάποτε. 
Αν όντως τα λάθη μας είναι ανακλητά και αν τα πάντα διορθώνονται.
Αν θα φτάσουμε ξανά στην αρχή, εκεί που τα χαμόγελα ήταν αγνά και αυθόρμητα.
Όταν ακόμα κοιταζόμασταν στα μάτια, με το βλέμμα καρφωμένο, δίχως πετάρισμα, δίχως αποστροφή.

Φοβάμαι μην σε χάσω. Σχεδόν στο ουρλιάζω.
Πιο πολύ με φοβίζει η σκέψη, παρά η εικόνα. 
Παλεύω με τον εαυτό μου, να μην το αφήσω. Παλεύω και χάνω.
Κάθε μάχη μοιάζει ήδη γραμμένη στα πρακτικά ως ήττα και για τους δυο μας.
Χάνουμε το εμείς, βρίσκουμε το εγώ. 

Και μπερδεύομαι, και συγχύζομαι και δεν έχω εσένα την πυξίδα να μου δείξει το βορρά.
Και αναγκάζομαι και ψάχνω μόνη μου και βρίσκω πράγματα, πράγματα που δε μου έδειξες εσύ, πράγματα ξένα που είναι πιο οικεία και πιο δικά μου. Και θέλω να στα δείξω, θέλω να τα μοιραστώ, μα η ομορφιά χάθηκε και έγινε σκόνη και άναψαν φωτιές και καήκαμε.
Και τώρα μόνο στάχτη. Και εσύ μακριά, να χάνεσαι.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

To 2

Ο αέρας μαστιγώνει το πρόσωπό μου και εγώ ξεκουμπώνω άφοβα του κουμπιά του παλτού μου.
Το ψύχος με διαπερνά. Μου αρέσει.
Τα μάτια υγρά και τα μάγουλα κρυστάλλινα, μου χαρίζουν ένα μούδιασμα σχεδόν μεθυστικό.

Είναι βράδυ και η κούραση με έχει καταβάλει. Κάθομαι στο παγκάκι, βλέποντας υπνοτισμένη τα αμάξια να περνούν. 
Εκεί καθισμένη, και ακίνητη, σχεδόν σαν άγαλμα, περιμένω το σωστό αριθμό να περάσει. Τον αριθμό που θα με αφήσει έξω από το σπίτι. Ούτε βήμα μακριά.

Επικρατεί φασαρία. Δεν διακρίνονται φωνές, ούτε και γέλια. Σε αυτή τη ζούγκλα, τα πρόσωπα πλέον θολά γίνονται ένα με το γκρίζο της πόλης. Νιώθω καλά εδώ. Οι σκέψεις περισσεύουν, πνίγονται και αυτές μέσα στον ευεργετικό όχλο.



Η ώρα περνάει. Δε νιώθω το δέρμα μου, ενώ τα μάτια μου δακρύζουν. Το ψύχος εκδικείται. Σπάω το καλούπι του αγάλματος. Κουμπώνω το παλτό μου και αρχίζω να τρίβω τα χέρια μου. Ένας βίαος αέρας ξεκινά χλευάζοντάς με.

Δεν έρχεται. Το δικό μου. Δεν έρχεται. Άλλοι αριθμοί περνούν, σταματούν και φεύγουν. Μα το δικό μου όχι. Αρχίζω να αγακτώ. Και κρυώνω. Κρυώνω πολύ. 

Ο κόσμος ξυπνάει, γίνεται πραγματικός. Φωνές αρχίζουν να ξεχωρίζουν. Και γέλια. Πολλά γέλια. 
Σταματήστε να γελάτε, σκέφτομαι. Με κοροϊδεύουν. Τι τους έκανα; 
Μάτια με καρφώνουν. Δε νιώθω καλά πια.  
Θα σταματήσω να κουνιέμαι. Να μην τραβάω την προσοχή. Γιατί δεν έρχεσαι επιτέλους;
Τα αμάξια κορνάρουν βίαια και εκείνο αργεί. Αργεί πολύ.

Αναμνήσεις ξεπετιούνται σα ζιζάνια· πρώτα ως εικόνες και έπειτα με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση. Και εγώ περιμένω· το 2.