Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Εγώ είμαι φλώρος. Από παλιά. Τώρα τελευταία το παίζω αλάνι. Πίνω, καπνίζω, ξενυχτάω και την επομένη έχω σχολή. Ζω επικίνδυνα. Πριν ένα χρόνο έκανα και τρύπα στη μύτη. Ξεπέρασα τον εαυτό μου. Τώρα ψάχνω και τατουάζ, για να γίνω ακόμα πιο αλάνι. Ξέρετε για μένα το να είμαι φλώρος είναι θέμα. Κυρίως γιατί δε θέλω να είμαι φλώρος. Εγώ θέλω να είμαι σαν τα φλου αλάνια, που συχνάζουν στα Εξάρχεια και τρέφονται με μπύρες και τσίπουρα. Τους βλέπω και μου αρέσουν ρε παιδί μου. Βγαίνουν σαν λέτσοι, δεν τους νοιάζει τι μέρα ή τι ώρα είναι. Όσο διανοούμενοι τόσο και καμένοι, όσο απαθείς, τόσο και ενεργοί. Πολύ μου αρέσουν. Τους παρατηρώ σαν αυτούς τους τυπάδες που παρατηρούν τα ζώα στην ζούγκλα, προσπαθώντας να μιμηθώ τις κινήσεις και τον αέρα τους. Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο, λέω στον εαυτό μου. Λίγο χρόνο θέλει να αυτολοβοτομηθώ. Το παν είναι το μυστήριο. Φτιάξε γύρω σου μια εικόνα, μην αποκαλύπτεις πολλά, πέρασε την εντύπωση ύπαρξης ενός τραγικού περιστατικού που σημάδεψε για πάντα την ζωή σου και σε έκανε ένα ακοινώνητο σταρχιδιστή, ανέφερε δήθεν τυχαία πόσο μπροστά είναι ο Μπουκόφσκι και την   ψυχογραφική τεχνική του Ντοστογέφσκι, πιες μια νταμιτζάνα ούζο και είσαι μέσα. Τότε, έχεις τα πάντα. Ξέρετε τα αλάνια, που σας περιγράφω είναι υπέροχα. Οι συζητήσεις μας, ως επί των πλείστων  σουρεάλ, με ανανεώνουν, ενώ στην πρώτη δυσκολία θα σε πάρουν για βόλτα μέχρι του Φιλοπάππου και μετά για μπύρες μέχρι το πρωί. Είναι εκεί και πονάνε μαζί σου. Δεν ξέρω αν φταίνε τα αριστερά τους φρονήματα, αλλά είναι ψυχούλες. Αυτό ψάχνω και εγώ, να γίνω ψυχούλα. Βλέπετε, σε μερικούς όλα αυτά βγαίνουν φυσικά, ενώ εγώ πρέπει να τα μάθω. Δεν προβληματίζομαι μαθαίνω εύκολα και τα αλάνια έχουν υπομονή, αφού είναι ψυχούλες ντε.







Μεταξύ μας δεν ξέρω και γιατί γράφω. Μεταξύ μας δεν ξέρω και πως μου ήρθε να το αρχίσω. Μια μέρα ξύπνησα και αποφάσισα να μην είμαι εγώ πια. Χθες πριν κοιμηθώ έλεγα στον εαυτό μου θα κάνεις αυτό και αυτό κι μην ξεχάσεις να πληρώσεις το άλλο και στο μάθημα όπως πας πιάσε και μια εξάδα νερά. Αι στο διάολο πια. Εμένα δε με μεγάλωσαν για αυτά. Εμένα με μεγάλωσαν σαν πριγκίπισσα, πρέπει να με υπηρετούν. Μου χρωστάνε, όλοι τους ή τουλάχιστον κάποιοι, πρέπει να με αγαπάνε! Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά γυρνάω πλευρό στο μόνο μου στενό κρεβάτι και βλέπω τα χιλιοσκισμένα και πανβρώμικα παπούτσια μου και αναρωτιέμαι τι σκατά πριγκίπισσα είμαι. Ξέρετε το θέμα μου είναι ότι ποτέ δεν ξέρω τι θέλω να είμαι. Μπορώ να είμαι πολλά. Μπορώ να είμαι ένας τύραννος, μπορώ να είμαι και παιδί των λουλουδιών-θέμα προσαρμοστικότητας και δεν συμμαζεύεται. Δε θα μπορούσα εγώ να ζω σε ένα βανάκι με άλλους δέκα τυπάδες, που δε θα μάθαινα ποτέ τα ονόματά τους; Δε θα μπορούσα να κηρύττω την αγάπη και την ειρήνη; Τον έρωτα πάνω από τον πόλεμο; Μπαα, δε θα μπορούσα.  Γυρνάω πάλι πλευρό, βλέπω τον πορτοκαλί  δράκο μου να με κοιτάει με το γνωστό κενό και επικριτικό βλέμμα και σκέφτομαι, πέρα από την εξάδα, μην ξεχάσω να πάρω και κωλόχαρτα.