Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα.

Η σκηνή έχει κάπως έτσι: Ένα άδειο θέατρο. Ένας προβολέας. Δύο σώματα αγκαλιασμένα.
 
- Είσαι έτοιμη; της ψιθυρίζει στο αυτί.

-Δεν είμαι σίγουρη, απαντάει. Η ανάσα του την ανατριχιάζει. Τον φοβάται. Δε νιώθει καλά. Τα χέρια του γύρω από τον κορμό της, το σώμα του πέφτει βαρύ πάνω της. Πνίγεται.
 
-Πρέπει να βιαστείς. Ξεκίνα...

Παίρνει μια βαθειά ανάσα:  "Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δυο τόπους..." , λέει σχεδόν ξεψυχισμένα. Της κόβεται η αναπνοή, την σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο της, αλλά το σώμα της είναι κρύο.

- Ξέρεις σε αγαπω. Δεν έχω γνωρίσει καμία σαν εσένα. Δεν υπάρχει καμία σαν εσένα. Ούτε θα υπάρξει. Είσαι δικιά μου.

- Σε φοβάμαι. 

-Εμένα γιατί; Μόνο να σε αγαπάω θέλω. Είμαστε εμείς και οι άλλοι. Κανένας άλλος δεν υπάρχει. Δες! Είμαστε κάτω από αυτό το φως, σε βλέπω καθαρά και είσαι τόσο υπέροχη, τόσο όμορφη. Είσαι τόσο όμορφη, όταν πονάς.

- Δε θέλω να είμαι όμορφη για σένα. Δε θέλω να πονάω. Θέλω να φύγω από εδώ, κρυώνω.

-Μην κάνεις σαν μωρό, της λέει, ενώ την σφίγγει ακόμα πιο σφιχτά. Αρχίζουν οι σπασμοί.

- Θέλεις να πεθάνω. Αν δεν με αφήσεις, θα πεθάνω. 

- Έχεις τόσο όμορφα μαλλιά ταιριάζουν τέλεια στο χλωμό πρόσωπο σου. Θυμάσαι τότε που είχαμε πάει στην παραλία; Κόντευαν μεσάνυχτα, ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, θυμάσαι; Ήθελες να βγεις από το σπίτι, να περπατήσεις. Έκανε τόσο κρύο και έβρεχε, αλλά εσύ εκεί. Πείσμωσες και έτσι βγήκαμε. Πήγαμε στο μέρος μας, θυμάσαι; Όταν πήγα να ανοίξω την ομπρέλα ξεκίνησες να γελάς και άρχισες να τρέχεις προς την θάλασσα. Άρχισες να βγάζεις τα ρούχα σου και έμεινες με ένα φανελάκι, ενώ τα μαλλιά σου ακουμπούσαν τόσο υπέροχα πάνω στο στήθος σου. Γύρισες και μου είπες "Τι φοβάσαι; Αν είναι να αρρωστήσουμε, θα αρρωστήσουμε μαζί." Και σε ακολούθησα. Όπως σε ακολουθούσα πάντα. 

-Αν μ'αγαπάς, θα με σώσεις. Δε θα με αφήσεις έτσι. Αρχίζει και βήχει, σταγόνες αίματος βγαίνουν από το στόμα της. Προσπαθεί να την φιλήσει. Μη με ακουμπάς! Άσε με να φύγω. Δε θα το πω σε κανένα. 

- Όλοι το ξέρουν, δεν το βλέπεις; Όλοι μας ξέρουν. Είναι εδώ, μα δεν τους βλέπεις. Δε θέλω να πεις τα λόγια άλλων, θέλω να πεις τα λόγια τα δικά μας. Θέλω να πεις ότι είμαι δικός σου και είσαι δικιά μου. Για πάντα.

Ανασήκωσε τα μάτια της. Τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά.  Το πρόσωπο του είχε μία γαλήνια έκφραση, σαν ό,τι είχαν ζήσει μέχρι τότε, να έπρεπε να καταλήξει εκεί. Τώρα καταλάβαινε, επιτέλους. Ένα ελαφρύ χαμόγελο σχηματίστηκε. 

-Εντάξει,
του είπε. Νίκησες. Είσαι δικός μου και είμαι δικιά σου. Για πάντα. 

Την κοίταξε με δέος και λατρεία. Όλη η αγάπη που γέννησε αυτός ο κόσμος ήταν στα μάτια του. Και ήταν αρκετό. Της έδωσε τρία φιλιά, όπως παλιά· πρώτα στη μύτη, μετά στο μέτωπο και τέλος στα χείλη. Όταν πλέον τα δύο στόματα χωρίστηκαν, την έσφιξε για τελευταία φορά, πριν την αφήσει. Το σώμα του ήταν βαμμένο με το αίμα της. Της κράτησε το χέρι μέχρι το τέλος. Λίγο πριν την τελευταία ανάσα νόμισε πως άκουσε να λέει το όνομα του. Με αγαπάει, σκέφτηκε και ένιωσε όμορφα.

Τοποθέτησε το άψυχο σώμα με τέτοιο τρόπο, που να μοιάζει σα να κοιμάται. Της έφτιαξε τα μαλλιά, της σκούπισε το αίμα και έκλεισε αυτά τα μαύρα μεγάλα μάτια της. Τη θυμόταν να γελάει, να θυμώνει, να εκπλήσσεται, όλα ήταν στα μάτια της. Τώρα ήξερε ότι πλέον θα ήταν για πάντα δικιά του.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Η συμβουλή της ημέρας.

Η μοναξιά είναι πολύ ύπουλο πράγμα. Όχι γιατί δημιουργεί μελαγχολικά και αντικοινωνικά συναισθήματα. Δηλαδή... και αυτό καλό δεν είναι. Αλλά εγώ μιλάω για το χειρότερο· αυτό το αίσθημα αμφιβολίας που σε κατακλύζει  την στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος αισθάνεσαι. 

Αυτό είναι το χειρότερο. Αμφιβάλλεις για τα πάντα. Δεν ξέρεις ποιος φταίει, δεν ξέρεις τι φταίει, κοιτάς καχύποπτα τους γύρω σου και αναρωτιέσαι: Είναι στα αλήθεια τόσο λίγοι; Ή εγώ έχω το πρόβλημα; Και εδώ είναι όλη η ουσία. Έχουμε ενοχοποιήσει τη μοναξιά. Τη φοβόμαστε. Θεωρούμε ότι το αίσθημα της μοναξιάς μας τοποθετεί κατευθείαν στην κατηγορία των  κοινωνικά παράσιτων και ανίκανων προσαρμογής.

Ειλικρινά, κοιτάω γύρω μου και βλέπω τόσα κενά βλέμματα σε τόσο γεμάτες αίθουσες. Μόνο θλίψη και απόγνωση με κάνουν να νιώθω. Έχω την ανάγκη να τους κρατήσω το χέρι και να τους πω: "Δεν χρειάζεται να είσαι εδώ. Φύγε." Όμως, μένουν όπως έμενα και εγώ καρφωμένη στην καρέκλα μου και έπινα το ένα ποτό μετά το άλλο, μέχρι να ξεμείνω από λεφτά ή από συνείδηση.

Θυμάμαι κάποιον να λέει και το έχω κρατήσει: "Ποτέ δεν είναι κάποιος πραγματικά μόνος, όταν έχει έστω και έναν άνθρωπο που αισθάνεται τόσο μόνος όσο εκείνος." Μου άρεσε. Το κράτησα και το κρατάω και το μοιράζομαι μαζί σας.

Να μάθετε να νιώθετε καλά όσο είστε μόνοι, αλλά να νιώθετε καλύτερα όταν είστε με τους ανθρώπους σας. Αυτούς τους τελευταίους, σας ορκίζομαι,  δε θα τους βρείτε στις τόσο γεμάτα άδειες αίθουσες. Θα τους βρείτε όταν σηκωθείτε από την καρέκλα, βγείτε έξω και πάτε να καθίσετε στο αγαπημένο σας παγκάκι. Εκεί κάπου θα κρύβεται η συντροφιά σας, εκεί κάπου θα βρίσκεται ο άνθρωπος που αισθάνεται τόσο μόνος όσο εσείς. Πείτε του ένα γεια. Δε δαγκώνει. Μάλλον.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Forever trusting who we are


Aν υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθουμε στην ζωή αυτή που ζούμε είναι να πιστεύουμε στον εαυτό μας. Όχι σ'αυτά που προσδωκούμε, όχι στα σχέδια ή στα όνειρα μας, αλλά σε αυτό που είμαστε. Αν δεν ξέρεις τι είσαι, μάθε. Αν φοβάσαι να μάθεις, τόλμα. Τίποτα πιο απελευθερωτικό και αγνό από το να ξεγυμνώνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι ένα μικρό θαύμα, γεμάτο τόσες πολλές ατέλειες που αγγίζει την τελειότητα.  

Φαντάζομαι ότι το να είναι κάποιος τέλειος έχει τη δική του μαγεία. Σωστές αναλογίες, σωστοί τρόποι, σωστές αντιλήψεις, σωστή συμπεριφορά. Κάτι καθώς πρέπει, κάτι τέλειο... Πρέπει να προσφέρει κάτι αυτή η τελειότητα, όχι;

Δεν ξέρω, εμένα μου αρέσουν οι ατέλειες. Αυτό το τέλειο χάος, μου παρέχει αυτό που ζητάω, τάξη.
Είναι τόσο περίεργο πως κάποιοι τόσο ελλαττωματικοί, δυσλειτουργικοί και χαλασμένοι άνθρωποι μπορούν να σε φτιάξουν, να σε αναβαθμίσουν σε ένα νέο μοντέλο, ανθεκτικό σε βλάβες και ιούς και με ένα τοίχος προστασίας ικανό να αντέξει κάθε βολή και κάθε "βλήμα".

Όταν είσαι μικρός σκέφτεσαι την τέλεια ζωή, το τέλειο σπίτι με τους τέλειους ανθρώπους. Εγώ από μικρή έβαζα τρικλοποδιές και εμπόδια στα όνειρα μου, έτσι για να είμαι έτοιμη για κάθε εκδοχή. Έμαθα να αγαπώ τους αδύναμους και προβληματικούς ανθρώπους, γιατί είχαν αυτό που δεν είχα,  εμπειρίες. Είχαν τη δύναμη να είναι εκεί, δεν είχε σημασία αν στέκονταν ή αν ήταν καθηλωμένοι, αν περπατούσαν, κούτσαιναν ή απλώς μπουσουλούσαν. Ήταν εκεί.

Θα ήθελα να ήμουν τέλεια, αν είχα την επιλογή ναι, θα την διάλεγα. Θα γινόμουν τέλεια. Αλλά ποτέ δε θα άφηνα αυτά τα συντρίμμια των ανθρώπων να φύγουν μακριά μου. Θα τα κράταγα σφιχτά στην αγκαλιά μου και θα άκουγα μέχρι να μην έμενε τίποτα κρυφό ανάμεσα μας και θα μάθαινα. Όσο ζούσα, θα μάθαινα.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Μένω Στρασβούργο


Καλημέρα

Είναι αυτά τα πρώτα δευτερόλεπτα της ημέρας που καθορίζουν τη διάθεση σου. Αυτά τα δευτερόλεπτα είναι πολύτιμα. Μάθε να τα αξιοποιείς.


Τα βλέφαρα πεταρίζουν. Μια δέσμη φωτός ξεφεύγει από την κουρτίνα και φωτίζει το μικρό δωμάτιο. Αλλάζεις πλευρά. Σφίγγεις ακόμα πιο σφιχτά το πάπλωμα και ελπίζεις να σου χαριστούν λίγα ακόμη λεπτά ύπνου. Κοιμάσαι. Οι Θεοί ήταν γενναιόδωροι μαζί σου σήμερα.

Ο βάναυσος ήχος τρυπά τα αυτιά σου. Κάνει κρύο, τα πάντα μουντά, τα φύλλα σε ένα τρελό αγώνα πάλης με τον αέρα. Ο αέρας κερδίζει. Είναι Οκτώβριος και μοιάζει σαν χθες, όταν ακόμα το δέρμα έλιωνε κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Νοσταλγείς, θυμάσαι, ονειροπολείς και ρεμβάζεις. Κάθε μέρα, με την ίδια ρουτίνα αναμνήσεων γεμίζεις ζωή. Να θυμάσαι για να ζεις.

Νιώθεις παγιδευμένη. Δεν μπορείς να κουνηθείς. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Σαν ένα χέρι να σε φιμώνει. Προσπαθείς να ελευθερωθείς. Ενοχλείσαι. Ανοίγεις τα μάτια. Ένα πλάσμα. Τι κάνει εδώ; Τι γλώσσα μιλάει; Δαγκώνει; Καλύτερα μην το ξυπνήσεις. Προσπαθείς να επεξεργαστείς ντροπαλά τα χαρακτηριστικά του, μόνο και μόνο για να τα θυμηθείς αργότερα, όταν τα περιγράφεις. Ωχ, νομίζω πως ξυπνάει. Κάνε πως κοιμάσαι! Κάνε πως κοιμάσαι! Τα μάτια! Κλείσε τα μάτια!

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ωδή

Καθόσουν σκεπτικός και κουλουριασμένος και κοίταζες το άπειρο. Τα νύχια σου μπηγμένα στη σάρκα σου, φαινόταν πως ήσουν μόνος. Στο κεφάλι σου έπαιζαν σκηνές και αναρωτιόσουν ποια από τις δύο προτιμάς να έρθει να σε σώσει. Να είναι εκείνη που όλο σου το είναι περιμένει να την κατασπαράξει; Ή μήπως η  άλλη; Εκείνη που έφυγε τρέχοντας, εγκαταλείποντας σε, ω μέγα! Αναρωτιέσαι τι είναι πιο σημαντικό, πως θα έρθει; Γιατί έφυγε; Και τα δύο;

Μικρός η μητέρα σου, σου ζωγράφιζε νεράιδες και εσύ μαγευόσουν με την κάθε τους μορφή.
Στο σχολείο πολεμούσες με το διπλανό σου·έμαθες τη μάχη και λάτρεψες τη νίκη. Ο δάσκαλος, σου έμαθε τον κόσμο σου και τους ανθρώπους του. Αργότερα, όταν γεύτηκες χείλη και δάκρυα ερωτεύτηκες την πλάση και τη δημιουργία.

Και σαν πέρναγε ο καιρός, άρχισες να φτιάχνεις δικούς σου κόσμους και μάχες και πλάσματα τόσο υπέροχα, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ομορφιά τους. Έπλασες τον κόσμο σου, ω μέγα, και αποφάσισες να ζήσεις σε αυτόν και να ρουφήξεις οτιδήποτε και οποιονδήποτε ταιριάζει, ευχόμενος με την σειρά σου να μυηθούν και να γίνετε ένα.

Μα ξέχασες, ω μέγα, τη μητέρα που σου ζωγράφιζε τις νεράιδες, το φίλο που σου έμαθε να πολεμάς και την απλότητα του κόσμου που ζεις. Εγκατέλειψες το θνητό για ν' αγγίξεις τον ουρανό και κάθε φορά που πλησιάζεις καίγεσαι, ω Ίκαρε και πέφτεις και πονάς και είναι οι άνθρωποι,  εκείνοι οι θνητοί που σε νιώθουν και σε γιατρεύουν, μέχρι να ξαναπετάξεις και να κυνηγήσεις τα άγρια πλάσματα του μυαλού σου.

Εσύ μέγα βασιλιά, έρχεσαι πρώτος στον κόσμο σου. Αχ, πόσο σου αρέσει που είσαι βασιλιάς. Πάνω από σένα υπάρχουν μόνο οι Θεοί και στους Θεούς πρέπει να υποκλινόμαστε όλοι ακόμα και εσύ. Δίπλα σου, οι εκλεκτοί, η καρέκλα των οποίων τρίζει κάθε φορά που φεύγεις σε εκστρατεία. Επαναστάσεις απαγορεύονται στον κόσμο σου, ω μέγα δυνάστη, καταπνίγονται από τους νόμους και τα ήθη του κόσμου σου. Μόνο κάποιοι λίγοι ξεφεύγουν που και που και μετά χάνονται και κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν.

Μικρέ μου θνητέ, μικρέ μου παραμυθά, αναρωτιέμαι τι έχεις στο νου σου, έτσι σιωπηλός που είσαι. Εκείνη που δεν σου δίνει την ευκαιρία να την κάνεις μια ακόμα βασίλισσα; Ή την άλλη που έψαξε και βρήκε τον τρόπο να σπάσει την ιστορία σου; Αναρωτιέμαι τι πονάει περισσότερο, λατρεμένε μου φίλε.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Ένα απλό τσίμπημα

          Με ένα μικρό πετάρισμα των βλεφαρίδων, άνοιξε τα μάτια της. Το σώμα της πονούσε ακόμα, μα στα χείλη της σχηματίστηκε η ιδέα ενός χαμόγελου. Ήταν ευδιάθετη.Ο πόνος της έδινε μια ιδιαίτερη ευεξία. Πέταξε το σεντόνι και άφησε τον θορυβώδη ανεμιστήρα να δροσίσει το ιδρωμένο της κορμί. Είχε νικήσει. Μέσα της ένιωθε ολόκληρη. Αργότερα ίσως και να μετάνιωνε το νυχτερινό της αγώνα, ωστόσο, τώρα τα σημάδια της ήταν τρόπαια και οι μελανιές έπαινοι σε μία μάχη που κέρδισε. 
         Πηγαίνοντας στο μπάνιο, άφηνε τα ελάχιστα ρούχα της να πέφτουν ένα ένα στο πάτωμα, ένιωθε ελεύθερη. Άφησε το νερό να τρέχει δροσερό κάνοντας την να ανατριχιάσει από την πρώτη κιόλας σταγόνα. Επεξεργαζόταν το γυμνό κορμί της · τρία κυκλικά πορφυρά σημάδια στόλιζαν το λαιμό της σαν περιδέραιο, ενώ τα χέρια της είχαν τα αποτυπώματα του αντιπάλου. Δίχως να σκουπιστεί βγήκε από την μπανιέρα και φορώντας μια πρόχειρη μπλούζα πήρε τη βούρτσα και ξεκίνησε να χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της. Ένα μωβ σημάδι στην άκρη του ματιού της, της κίνησε την περιέργεια. Ενοχλήθηκε. Είχε σημαδευτεί στο πρόσωπο. Δεν της άρεσε. Δεν μπορούσε να το κρύψει. Θα έπρεπε να εξηγήσει. Δεν ήθελε να εξηγήσει.
      Βγήκε στο μπαλκόνι και άπλωσε τα γυμνά της πόδια στα κάγκελα. Έκλεινε τα μάτια και αναβίωνε τις βραδινές στιγμές πάλης που βίωσε. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, μα δεν την ένοιαζε. Ήταν ζωντανή, αυτό είχε σημασία. Κάθε πόνος, κάθε πρήξιμο, κάθε μελανιά σημαίνει ότι έχει ακόμα ζωή μέσα της.
      Μετά από μέρες την ρώτησα γιατί. Μου χαμογέλασε. Ανησυχούσα. Το κατάλαβε. Άφησε κάτω τα μαλλιά της και με πλησιάσε:  
-Νιώθω πως ζω. Νιώθω πως παλεύω για κάτι.
-Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;
-Είναι ο μόνος τρόπος που αξίζω.
-Πρέπει να σταματήσεις.
-Ναι. Κάποτε.
-Πότε;
-Όταν ξεχρεώσω.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Περίπου τρία

Είναι το συναίσθημα που έχεις όταν βλέπεις μια μηχανή να χάνει τον έλεγχο. Αυτή η στιγμή που δεν ξέρεις αν ο άνθρωπος θα κουνηθεί ή αν είναι νεκρός. Το διάστημα αυτό είναι κενό. Είναι το απόλυτο τίποτα. Παρακαλάς να κουνηθεί, αυτό μόνο μπορείς να κάνεις. Αν κουνηθεί, νιώθεις ότι βοήθησες και εσύ σε αυτό. Αν δεν κουνηθεί, λες δεν ήταν στο χέρι σου. Αυτό σκεφτόμουν στο πλοίο, καθώς ερχόμουν.
 Μετακόμισα. Πάλι. Έβλεπα το νησί, που τόσο μίσησα και λάτρεψα, πίσω μου. Ένιωθα το ίδιο αυτό κενό συναίσθημα. Το απόλυτο τίποτα. Μόνο που ακόμα δεν ξέρω αν ο άνθρωπος ζει ή όχι. Άδειασα το δωμάτιο μου, κατέβασα τις φωτογραφίες των ανθρώπων μου και τα ραβασάκια της συγκατοίκου τύπου "Βγάλε τα φασολάκια από το ψυγείο" και καρδούλες. Μικρές, μικροσκοπικές στιγμές, αυτό είναι. Τα πάντα αυτό είναι.
Αν με ρωτάς αν έζησα φοιτητικά χρόνια, θα σου απαντήσω όχι. Αν με ρωτάς αν έζησα όπως ήθελα, θα σου απαντήσω ναι. Έζησα όπως ήθελα. Απέκτησα την ελευθερία που ήθελα και μετά την σιχάθηκα.
Το μόνο που με πείραξε είναι που έδωσα τα κλειδιά μου. Αγαπάς ό,τι μισείς και μισείς ό,τι αγαπάς. Αυτή είναι η μαγεία των ανθρώπων. Όσο για τις καινούργιες αρχές, αυτές δεν υπάρχουν. Δεν υπήρχαν ποτέ.
 Το κακό όταν τελειώνει κάτι είναι ότι πάντα είναι οριστικό. Όσο για το νησί πάντα θα θέλω μία ακόμα βόλτα, εκεί δίπλα στη θάλασσα. Μια βόλτα τόσο μεγάλη που θα ματώσουν τα πόδια μου και όταν ύστερα από χρόνια τα κοιτάω να βλέπω ακόμα τα σημάδια της. Έτσι να τα χαϊδεύω με στοργή και να λέω ότι κάποτε υπήρξα και εκεί.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

θέλω να είμαι καθαρή
απέναντι σου, απέναντι στον εαυτό μου, απέναντι σε όλους.
θέλω να σε αγαπάω χωρίς δεύτερη σκέψη,
να ουρλιάζω κάθε φορά που στο λέω, ότι σε αγαπάω.
θέλω να με αγαπάς και εσύ, όχι όπως με φαντάζεσαι,
αλλά όπως είμαι.
θέλω να είμαι φίλη σου,
θέλω να με κοιτάς και να ανατριχιάζω,
να μου μιλάς και να τελειώνω.
θέλω να ζω για τη μέρα που θα με πάρεις από εδώ.
θέλω να ζω για μια μέρα που δε θα έρθει ποτέ.
θέλω να με παραμυθιάζεις και να με αδειάζεις στο λεπτό.
θέλω να υπάρχω γιατί δεν μπορείς αλλιώς,
θέλω να υπάρχεις γιατί δε γίνεται διαφορετικά.
θέλω ο κόσμος να υποκλίνεται στη δύναμη μας,
και εμείς να μοιράζουμε βασιλικά χαμόγελα.

Δε θέλω σωτηρία. Ας ζω στη λάσπη.

Δώσε μου αυτά που θέλω και άσε με να ζω στη λάσπη βασίλισσα

http://youtu.be/KSUzB2N8lpo.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Εγώ είμαι φλώρος. Από παλιά. Τώρα τελευταία το παίζω αλάνι. Πίνω, καπνίζω, ξενυχτάω και την επομένη έχω σχολή. Ζω επικίνδυνα. Πριν ένα χρόνο έκανα και τρύπα στη μύτη. Ξεπέρασα τον εαυτό μου. Τώρα ψάχνω και τατουάζ, για να γίνω ακόμα πιο αλάνι. Ξέρετε για μένα το να είμαι φλώρος είναι θέμα. Κυρίως γιατί δε θέλω να είμαι φλώρος. Εγώ θέλω να είμαι σαν τα φλου αλάνια, που συχνάζουν στα Εξάρχεια και τρέφονται με μπύρες και τσίπουρα. Τους βλέπω και μου αρέσουν ρε παιδί μου. Βγαίνουν σαν λέτσοι, δεν τους νοιάζει τι μέρα ή τι ώρα είναι. Όσο διανοούμενοι τόσο και καμένοι, όσο απαθείς, τόσο και ενεργοί. Πολύ μου αρέσουν. Τους παρατηρώ σαν αυτούς τους τυπάδες που παρατηρούν τα ζώα στην ζούγκλα, προσπαθώντας να μιμηθώ τις κινήσεις και τον αέρα τους. Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο, λέω στον εαυτό μου. Λίγο χρόνο θέλει να αυτολοβοτομηθώ. Το παν είναι το μυστήριο. Φτιάξε γύρω σου μια εικόνα, μην αποκαλύπτεις πολλά, πέρασε την εντύπωση ύπαρξης ενός τραγικού περιστατικού που σημάδεψε για πάντα την ζωή σου και σε έκανε ένα ακοινώνητο σταρχιδιστή, ανέφερε δήθεν τυχαία πόσο μπροστά είναι ο Μπουκόφσκι και την   ψυχογραφική τεχνική του Ντοστογέφσκι, πιες μια νταμιτζάνα ούζο και είσαι μέσα. Τότε, έχεις τα πάντα. Ξέρετε τα αλάνια, που σας περιγράφω είναι υπέροχα. Οι συζητήσεις μας, ως επί των πλείστων  σουρεάλ, με ανανεώνουν, ενώ στην πρώτη δυσκολία θα σε πάρουν για βόλτα μέχρι του Φιλοπάππου και μετά για μπύρες μέχρι το πρωί. Είναι εκεί και πονάνε μαζί σου. Δεν ξέρω αν φταίνε τα αριστερά τους φρονήματα, αλλά είναι ψυχούλες. Αυτό ψάχνω και εγώ, να γίνω ψυχούλα. Βλέπετε, σε μερικούς όλα αυτά βγαίνουν φυσικά, ενώ εγώ πρέπει να τα μάθω. Δεν προβληματίζομαι μαθαίνω εύκολα και τα αλάνια έχουν υπομονή, αφού είναι ψυχούλες ντε.







Μεταξύ μας δεν ξέρω και γιατί γράφω. Μεταξύ μας δεν ξέρω και πως μου ήρθε να το αρχίσω. Μια μέρα ξύπνησα και αποφάσισα να μην είμαι εγώ πια. Χθες πριν κοιμηθώ έλεγα στον εαυτό μου θα κάνεις αυτό και αυτό κι μην ξεχάσεις να πληρώσεις το άλλο και στο μάθημα όπως πας πιάσε και μια εξάδα νερά. Αι στο διάολο πια. Εμένα δε με μεγάλωσαν για αυτά. Εμένα με μεγάλωσαν σαν πριγκίπισσα, πρέπει να με υπηρετούν. Μου χρωστάνε, όλοι τους ή τουλάχιστον κάποιοι, πρέπει να με αγαπάνε! Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά γυρνάω πλευρό στο μόνο μου στενό κρεβάτι και βλέπω τα χιλιοσκισμένα και πανβρώμικα παπούτσια μου και αναρωτιέμαι τι σκατά πριγκίπισσα είμαι. Ξέρετε το θέμα μου είναι ότι ποτέ δεν ξέρω τι θέλω να είμαι. Μπορώ να είμαι πολλά. Μπορώ να είμαι ένας τύραννος, μπορώ να είμαι και παιδί των λουλουδιών-θέμα προσαρμοστικότητας και δεν συμμαζεύεται. Δε θα μπορούσα εγώ να ζω σε ένα βανάκι με άλλους δέκα τυπάδες, που δε θα μάθαινα ποτέ τα ονόματά τους; Δε θα μπορούσα να κηρύττω την αγάπη και την ειρήνη; Τον έρωτα πάνω από τον πόλεμο; Μπαα, δε θα μπορούσα.  Γυρνάω πάλι πλευρό, βλέπω τον πορτοκαλί  δράκο μου να με κοιτάει με το γνωστό κενό και επικριτικό βλέμμα και σκέφτομαι, πέρα από την εξάδα, μην ξεχάσω να πάρω και κωλόχαρτα.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Forever is an awfully long time

  Το θέμα είναι να ξέρεις τι θέλεις. Να ξέρεις τι έχεις να δώσεις. Να ξέρεις τι θέλεις να δώσεις. Το πρόβλημα των ανθρώπων δεν είναι ότι δεν αγαπούν, είναι ότι το ξεχνάνε.
  Αμνησία: Η μάστιγα της εποχής.Κάποιοι πίνουν για να ξεχάσουν, άλλοι τρώνε για να γεμίσουν και άλλοι πάλι προσπαθούν γενικά. Οι περισσότεροι άνθρωποι διψούν και λαχταρούν για την αλήθεια. Ή έτσι νομίζουν. Όταν σκάει στα μούτρα τους όμως, θλίβονται και κρύβονται και πληγώνονται και αλλάζουν. Και είναι ανθρώπινο, αλλά ποια πληγή αξίζει τόσο, ώστε να αλλάξεις εσύ ο ίδιος; Τι είδους δύναμη δίνουμε στους άλλους; Και γιατί αφού τη δίνουμε και μας τη γυρίσουν πίσω, τους κατηγορούμε και τους χτυπάμε μέχρι να την ξαναδεχτούν; Αυτοί είμαστε; Τόσο εγωιστές ακόμα και στον πόνο; Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτούμε ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν και δίνουν μέχρι εκεί που θέλουν και όσο μπορούν; Έχουμε γεμίσει πληγές, που δημιουργούμε καθαρά για να ικανοποιήσουμε τις δικές μας ανεπάρκειες. Ένας άνθρωπος φεύγει και το μόνο που σκεφτόμαστε είναι τρόποι και κομπίνες για να τον αναγκάσουμε να γυρίσει πίσω, ακόμα και αν στην ουσία ικανοποιούμε πάλι τα δικά μας θέλω, τις δικές μας ανάγκες. Μη φύγεις πριν από εμένα. Μη με αφήσεις πριν να είμαι έτοιμος. Δε θα είμαι ποτέ έτοιμος. Ψέμματα. Κάποια στιγμή θα είσαι, κάποια στιγμή θα μπορείς να φύγεις. Και κάποια στιγμή θα το κάνεις.
   Εκείνη την στιγμή, εκείνη τη βίαιη και σκληρή στιγμή, κλείσε τα μάτια και θυμίσου γιατί έφτασες εκεί, πως ξεκίνησες και πως ήθελες να γίνεις. Ποια επιλογή είναι αυτή που θα σε πονέσει περισσότερο; Η φυλάκιση ξένων ψυχών έτοιμων να πετάξουν ή μια πτήση προς κάτι άγνωστο, κάτι καινούργιο, κάτι έτοιμο να σου προσφέρει, να σε αγαπήσει και να σε θέλει μέχρι όσο αντέξετε; Πάντα για όσο αντέχετε.