Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα.

Η σκηνή έχει κάπως έτσι: Ένα άδειο θέατρο. Ένας προβολέας. Δύο σώματα αγκαλιασμένα.
 
- Είσαι έτοιμη; της ψιθυρίζει στο αυτί.

-Δεν είμαι σίγουρη, απαντάει. Η ανάσα του την ανατριχιάζει. Τον φοβάται. Δε νιώθει καλά. Τα χέρια του γύρω από τον κορμό της, το σώμα του πέφτει βαρύ πάνω της. Πνίγεται.
 
-Πρέπει να βιαστείς. Ξεκίνα...

Παίρνει μια βαθειά ανάσα:  "Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δυο τόπους..." , λέει σχεδόν ξεψυχισμένα. Της κόβεται η αναπνοή, την σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο της, αλλά το σώμα της είναι κρύο.

- Ξέρεις σε αγαπω. Δεν έχω γνωρίσει καμία σαν εσένα. Δεν υπάρχει καμία σαν εσένα. Ούτε θα υπάρξει. Είσαι δικιά μου.

- Σε φοβάμαι. 

-Εμένα γιατί; Μόνο να σε αγαπάω θέλω. Είμαστε εμείς και οι άλλοι. Κανένας άλλος δεν υπάρχει. Δες! Είμαστε κάτω από αυτό το φως, σε βλέπω καθαρά και είσαι τόσο υπέροχη, τόσο όμορφη. Είσαι τόσο όμορφη, όταν πονάς.

- Δε θέλω να είμαι όμορφη για σένα. Δε θέλω να πονάω. Θέλω να φύγω από εδώ, κρυώνω.

-Μην κάνεις σαν μωρό, της λέει, ενώ την σφίγγει ακόμα πιο σφιχτά. Αρχίζουν οι σπασμοί.

- Θέλεις να πεθάνω. Αν δεν με αφήσεις, θα πεθάνω. 

- Έχεις τόσο όμορφα μαλλιά ταιριάζουν τέλεια στο χλωμό πρόσωπο σου. Θυμάσαι τότε που είχαμε πάει στην παραλία; Κόντευαν μεσάνυχτα, ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, θυμάσαι; Ήθελες να βγεις από το σπίτι, να περπατήσεις. Έκανε τόσο κρύο και έβρεχε, αλλά εσύ εκεί. Πείσμωσες και έτσι βγήκαμε. Πήγαμε στο μέρος μας, θυμάσαι; Όταν πήγα να ανοίξω την ομπρέλα ξεκίνησες να γελάς και άρχισες να τρέχεις προς την θάλασσα. Άρχισες να βγάζεις τα ρούχα σου και έμεινες με ένα φανελάκι, ενώ τα μαλλιά σου ακουμπούσαν τόσο υπέροχα πάνω στο στήθος σου. Γύρισες και μου είπες "Τι φοβάσαι; Αν είναι να αρρωστήσουμε, θα αρρωστήσουμε μαζί." Και σε ακολούθησα. Όπως σε ακολουθούσα πάντα. 

-Αν μ'αγαπάς, θα με σώσεις. Δε θα με αφήσεις έτσι. Αρχίζει και βήχει, σταγόνες αίματος βγαίνουν από το στόμα της. Προσπαθεί να την φιλήσει. Μη με ακουμπάς! Άσε με να φύγω. Δε θα το πω σε κανένα. 

- Όλοι το ξέρουν, δεν το βλέπεις; Όλοι μας ξέρουν. Είναι εδώ, μα δεν τους βλέπεις. Δε θέλω να πεις τα λόγια άλλων, θέλω να πεις τα λόγια τα δικά μας. Θέλω να πεις ότι είμαι δικός σου και είσαι δικιά μου. Για πάντα.

Ανασήκωσε τα μάτια της. Τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά.  Το πρόσωπο του είχε μία γαλήνια έκφραση, σαν ό,τι είχαν ζήσει μέχρι τότε, να έπρεπε να καταλήξει εκεί. Τώρα καταλάβαινε, επιτέλους. Ένα ελαφρύ χαμόγελο σχηματίστηκε. 

-Εντάξει,
του είπε. Νίκησες. Είσαι δικός μου και είμαι δικιά σου. Για πάντα. 

Την κοίταξε με δέος και λατρεία. Όλη η αγάπη που γέννησε αυτός ο κόσμος ήταν στα μάτια του. Και ήταν αρκετό. Της έδωσε τρία φιλιά, όπως παλιά· πρώτα στη μύτη, μετά στο μέτωπο και τέλος στα χείλη. Όταν πλέον τα δύο στόματα χωρίστηκαν, την έσφιξε για τελευταία φορά, πριν την αφήσει. Το σώμα του ήταν βαμμένο με το αίμα της. Της κράτησε το χέρι μέχρι το τέλος. Λίγο πριν την τελευταία ανάσα νόμισε πως άκουσε να λέει το όνομα του. Με αγαπάει, σκέφτηκε και ένιωσε όμορφα.

Τοποθέτησε το άψυχο σώμα με τέτοιο τρόπο, που να μοιάζει σα να κοιμάται. Της έφτιαξε τα μαλλιά, της σκούπισε το αίμα και έκλεισε αυτά τα μαύρα μεγάλα μάτια της. Τη θυμόταν να γελάει, να θυμώνει, να εκπλήσσεται, όλα ήταν στα μάτια της. Τώρα ήξερε ότι πλέον θα ήταν για πάντα δικιά του.