Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Promises are promises

Όταν ήμασταν παιδιά μας άρεσε να κοιτάμε το φεγγάρι. Ξαπλωμένοι, στα άβολα εκείνα βράχια, οι δυο μας. Μου απαγόρευες να μετρήσω τα αστέρια, φοβόσουν λέει μην και γίνω άσχημη. Εγώ γελούσα και μέτραγα ολοένα και πιο δυνατά και πιο δυνατά, μέχρι εσύ να προσπαθήσεις να μου κλείσεις το στόμα.

Μεγαλώναμε και δεν ξεχνάγαμε εκείνα τα βράχια. Κάθε αυγουστιάτικη πανσέληνος ήταν δικιά μας. Και έλαμπε μόνο για μας. Με τα χέρια μας ενωμένα και τα μαλλιά μας λυτά, μεταμορφωνόμασταν στα πιο τρελά μας όνειρα. Γελούσαμε και παίζαμε και ζούσαμε σε εκείνο το φανταστικό κόσμο, που πλάθαμε για μας. Μόνο για μας.

Σήμερα τα φεγγάρια είναι πολλά. Σήμερα τα βράχια είναι μακριά και εμείς αλλού. Άλλο φεγγάρι εσύ, άλλο φεγγάρι εγώ. Δεν έχω όνειρα να σου πω, ούτε ιστορίες. Τα χέρια μας πια ρυτιδιασμένα και τα μαλλιά μας κοντά. Έχω καιρό να πάω στα βράχια, μόνο αυτά παραμένουν πιστά στο ραντεβού μας.

Κάπου εδώ στο τέλος, φαντάζομαι να προχωράω αργά προς τη θάλασσα. Θα αφήσω το μπαστούνι μου και θα σκαρφαλώσω σε μία από τις πέτρες. Εσύ θα με βοηθήσεις. Θα παραπoνεθείς για τα κόκαλα σου που πονάνε, θα σε πω γκρινιάρη και εσύ θα χαμογελάσεις, σκύβοντας το κεφάλι. Θα ξαπλώσουμε προσεκτικά στο μέρος μας και θα κοιταμε τον ουρανό περιμένοντας. Δεν θα έχουμε ούτε όνειρα, ούτε ιστορίες να διηγηθούμε. Κάπου εδώ στο τέλος, θα ξαναγίνει πάλι δικό μας το φεγγάρι και θα σωπάσουμε. Επιτέλους θα σωπάσουμε.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Θάλασσα

Κάθε μέρα σε κοιτάω και παίρνεις άλλη μορφή· για αυτό σε αγαπάω. 
Δεν σε βαριέμαι ποτέ. 
Πότε είσαι μικρή και ξεγλιστράς από τη χούφτα μου, πότε απέραντη και εγώ μικροσκοπική απέναντι σου, σε αφήνω να με καταπιείς.

Πιο πολύ μου αρέσεις γιατί κάνεις τους πάντες πιο όμορφους. 
Το βράδυ σε ντύνει το φεγγάρι και όλη η πλάση γύρω σου γιορτάζει. Κάθε φιγούρα γίνεται ένα μυθικό πλάσμα, το οποίο παλεύει. 
Για σένα.

Δεν ξέρω τι δύναμη έχεις πάνω μου. Ξέρω μόνο πως με λυτρώνεις. Τα δάκρυα μου και εσύ γίνεστε ένα και πάνε μακριά και χάνονται. Είμαι και εγώ ένα κομμάτι σου, όπως τόσα άλλα.
Μη με αρνείσαι.
Μα τί λέω; Εσύ δεν το κάνεις ποτέ.

Κάποτε θα έρθω και θα καταφέρω να σε αγγίξω. Όσο βαθειά, όσο δυνατά, όσο πολύ πάει.
Και εσύ θα αντιδράσεις για πρώτη και τελευταία φορά.
Και θα μιλήσεις και θα σ' ακούσω.
Και η φωνή σου θα γίνει προσταγή, οδηγός, ευχή και εγώ ιέρειά σου.




Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Redemption

 -Πες μου ότι με αγαπάς.
-Σ'αγαπάω.
-Και;
-Τι και; Σ'αγαπάω. Αυτό δεν ήθελες να ακούσεις;
-Ναι, είπε κατεβάζοντας το βλέμμα.
-Τι ζητάς από μενα;
-Θέλω να το βλέπω κάθε μέρα, πως μ'αγαπάς. Δεν μου αρκούν τα λόγια.
-Πες μου, τι θέλεις να κάνω;
-Δεν ξέρω.


-Να πάρε...
-Τι είναι αυτό...;
Το κορίτσι απλώνει τα χέρια του και κάτι απρόσμενα ζεστό και ταυτόχρονα υγρό, μοιάζει να πάλεται στο χέρι της. Τρομάζει.
-Πρόσεχε μην σου πέσει.
Ανοίγοντας τα χέρια της, πλέον το βλέπει καθαρά, κρατά μια ανθρώπινη καρδιά.
-Είναι δικιά σου, της είπε ψύχραιμα.
-Τί; Δεν την θέλω. Που τη βρήκες; είπε κοιτώντας τον αποσβολωμένη.
- Είναι δικιά μου και στην χαρίζω.
-Τι κάνεις; Είσαι τρελός;
-Ήθελες να σου δείξω την αγάπη μου. Αυτή είναι. Κρατάς όλη την αγάπη μου. Όσο χτυπάει, τόσο θα σε αγαπάω.
-Και αν την χάσω, αν την σπάσω;
-Σου έχω εμπιστοσύνη.


-Γιατί μου το κάνεις αυτό;
-Δεν σου κάνω τίποτα, τι θες; Τι θες πια; Δεν βλέπεις πως σ'αγαπώ; Να κοίτα, είπε δείχνοντας το κουτί μέσα στο οποίο βρισκόταν μία ανθρώπινη καρδιά.
-Δεν είναι αρκετό, δεν είναι αρκετό!
-Τι άλλο θες; Πες μου! Πες μου!
-Δεν ξέρω, είπε κλαίγοντας.Με αγαπάς...
-Ναι σε αγαπάω.Τι άλλο ζητάς λοιπόν; Πες μου!
-Δεν ξέρω!, είπε ουρλιάζοντας. Ξέρω μόνο πως σε βλέπω και σε μισώ. Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Μισώ την καρδιά σου, την μισώ. Ποτέ δεν θα είμαι αρκετή για αυτή. Όλη μας η ζωή σε αυτό το κουτί, είπε κουνώντας το κουτί λυσασμένα. Δεν αντέχω άλλο!
-Πρόσεχε! Πρόσεχε!
-Να προσέξω τι; Τι φοβάσαι; Μην την σπάσω;,είπε χλευαστικά.
-Σε παρακαλώ, πρόσεχε.
-Αλλιώς τι; με λίγους βηματισμούς έφτασε στο μπαλκόνι και κοιτάζοντάς τον χλευαστικά άρχισε να κουνάει το κουτί πέρα δώθε.
-Αναστασία!
-Ουπς, είπε ρίχνοντας το κάτω.


-Σε παρακαλώ, εγώ είμαι. Κοίτα με, σταμάτα να με αποφεύγεις και κοίτα με.
-Τι θες;
-Άκουσε με, συγγνώμη, συγγνώμη!
-Γιατί μου ζητάς συγγνώμη;
-Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα. Αν μπορούσα να το πάρω πίσω, θα...
-Δε με νοιάζει.
-Πες μου ότι με αγαπάς ακόμα.
-Δεν σε αγαπάω. Δε νιώθω τίποτα. Φύγε.
-Να πάρ'την. Είναι η σειρά μου!, είπε προσφέροντας του την καρδιά της.
-Χε, τι να την κάνω; είπε πετώντας την κάτω.


-Καλημέρα. Τι νέα;
-Τα ίδια. Εσύ;
-Τα ίδια.
-Τα λέμε.
-Τα λέμε.





Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

True freedom comes when all hope is gone

-Ξέρετε που βρίσκεστε;
-Απαίσιο κτίριο. Αυτό το χρώμα, πως το λένε, ώχρα; Πολύ μουντό, ρε παιδί μου. Βάλτε κάτι πιο χαρούμενο.
-Σας παρακαλώ, είμαστε μισή ώρα εδώ, διευκολύνετε την θέση σας και απαντήστε μου. Ξέρετε που βρίσκεστε;
-Μην συγχύζεστε κύριε. Αν μη τι άλλο από τους δυό μας εγώ είμαι η περισσότερο τρελή. Όχι; Και για να σας καλοπιάσω, βρισκόμαστε στο τρελοκομείο. Ή όχι με συγχωρείτε σε κλινική για τους ψυχικά ασθενείς.
-Ξέρετε γιατί είστε εδώ;
-Υποθέτω γιατί είμαι τρελή;
-Ξέρετε ποιοι σας έφεραν εδώ;
-Το μόνο καλό είναι ότι έχετε μεγάλα παράθυρα, αλλά και πάλι καμμία διαφορά δεν έχει. Το φως και ο φρέσκος αέρας αρρωσταίνουν εδώ μέσα. Κρίμα δεν είναι;
-Εσείς πιστεύετε πως είστε τρελή;
-Χα! Αυτή είναι δική σας δουλειά και δεν προτίθεμαι να σας διευκολύνω. Αν και πρέπει να σας πω ότι δεν είμαι εθελοντικά εδώ, είπε ρίχνοντας το βλέμμα στα δεμένα με λουριά χέρια της.
-Ξέρετε γιατί σας δέσαμε;
-Υποθέτω γιατί σας είπαν ότι πήγα να τους σκοτώσω. 
-Δεν πήγατε να τους σκοτώσετε; Είπαν ψέμματα;
-Δεν μπορείς να σκοτώσεις τους ήδη νεκρούς, είπε αποστρέφοντας το βλέμμα της. Από την άλλη, δε βρίσκω το λόγο να με έχετε δεμένη χειροπόδαρα, ενώ αφήνετε τον κύριο από εδώ να παίζει ποδόσφαιρο με την εικόνα του Εσταυρωμένου. Είναι κάπως ανησυχητικό, αλλά εσείς ξέρετε.

Ο γιατρός γύρισε προς την αυλή μπερδεμένος. Όντως, έξω από το κτίριο υπήρχε ένας νεαρός άνδρας ντυμένος με μαύρα ράσα, ο οποίος κλωτσούσε την μπάλα ενάντια στον τοίχο και πότε ουρλιάζοντας θριαμβευτικά πότε βρίζοντας τα θεία, έπαιζε το δικό του αγώνα. Ο γιατρός έγνεψε σε δύο νοσοκόμες, οι οποίες κατευθύνθηκαν προς το μέρος του.

-Είναι ταλαιπωρημένο παιδί, μόλις εικοσι-δύο, ήταν μοναχός για δύο χρόνια στο Άγιον Όρος, μα δεν άντεξε.
- Εγώ μια χαρά τον βλέπω, είπε χαρίζοντας του ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
-Ας γυρίσουμε σε σας, οι άνθρωποι που σας φέρανε εδώ είπατε πως είναι νεκροί;
- Να είδατε; Είπα μια κουβέντα και θα πατήσετε εκεί για να με βγάλετε τρελή. Ακούστε κύριε πως σας λένε, δεν έχω βλάψει ποτέ κανένα, όχι πως δεν ήθελα ή δεν μπορούσα, απλώς δεν έβρισκα ποτέ τον λόγο για να το κάνω. Ο σαδισμός είναι μία δελεαστική πόρτα που επέλεξα συνειδητά να μην ανοίξω ποτέ. Οι άνθρωποι που με έφεραν εδώ, με κέρδισαν. Δεν μπορώ παρά να τους παραδεχτώ και να αποδεχτώ την ήττα μου.
-Αυτοί οι άνθρωποι είναι η οικογένεια σας.
-Γνωρίζω ποιοι είναι κύριε.
-Πιστεύετε πως θέλουν το κακό σας; Για αυτό σας έφεραν εδώ;
-Πιστεύω ότι οι ζωές των ανθρώπων είναι κύκλοι. Γεννιόμαστε, ζούμε, πεθαίνουμε και ξανά πάλι από την αρχή. Πιστεύω ότι ένας κύκλος έκλεισε, πιστεύω ότι κάποιος άλλος αρχίζει. Νικητές και χαμένοι, αυτό είμαστε ανάλογα την περίοδο. Έχω κερδίσει και εγώ, παράπονο δεν έχω, είπε σχεδόν νοσταλγικά.
-Δεν σας καταλαβαίνω. Δε βγάζετε νόημα.
-Δε θα ήμουν εδώ αν έβγαζα, είπε χαμογελώντας.
-Θέλετε να προσπαθήσετε να μου εξηγήσετε; Μπορείτε ακόμα να τη γλυτώσετε, δε θέλετε να καταντήσετε σαν το καημένο παιδί εξω σωστά; Εκείνος δεν έχει κανένα, εσείς όμως έχετε τον πατέρα σας, τον άνδρα σας, το παιδί σας να σκεφτείτε. Όλοι θέλουν να γυρίσετε πίσω. Σας αγαπάνε.
-Το γνωρίζω. Αυτό που δεν αντιλαμβάνομαι είναι τι ζητάτε από μένα.
-Μία εξήγηση. Γιατί το κάνατε; Θα το συνεχίσετε;
-Είναι η φύση μου. Και αν δεν το συνεχίσω δε θα είμαι εγώ και αν δεν αντιδρούσαν δε θα ήταν εκείνοι.
-Οι άνθρωποί σας έχουν όρια. 
-Το ίδιο και εγώ, για αυτό είμαι εδώ.
-Πήγατε να τους σκοτώσετε; Ναι ή όχι;
-Σας είπα, ήταν ήδη νεκροί.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Οι ταξιδιώτες

Ξεκινήσαμε μαζί - άγνωστοι ακόμα - αυτό το ταξίδι.
Εσύ στο βουνό, εγώ στη θάλασσα, 
εσύ στα σύννεφα και εγώ στη γη.
Πέσαμε ο ένας στον άλλον δυο-τρεις φορές, μα δεν κοιταχτήκαμε,
δυσκολευόμασταν να σταματήσουμε και από πίσω ερχόντουσαν και άλλοι.

Περπατούσαμε και περπατούσαμε και ελπίζαμε.
Δεν λαχταράγαμε παράδεισο, μόνο ένα καταφύγιο.
Εκεί ήρεμα να ζήσουμε, δίπλα-δίπλα άγνωστοι, 
με την Αφάνεια και την Λήθη ιέρειές μας.

Αλλά ο δρόμος που πήραμε δεν τελείωνε.
Ονομάσαμε την ψευδαίσθηση ελπίδα
και πορευτήκαμε με αυτή.
Και κουραστήκαμε να περπατάμε.
Και σταματήσαμε. Και γνωριστήκαμε.

 Έτσι βρεθήκαμε χαμένοι.
Θυσιάσαμε τις ψυχές μας, μοιράζοντας τες σε κομμάτια
και χαρίζοντας τες.
Γνωστοί μεταξύ γνωστών, άψυχοι και σκάρτοι ξεχάσαμε το καταφύγιο.

Φτιάξαμε μια πόλη,
μια πόλη που να ξελογιάζει και άλλους και άλλους,
μέχρι να μην υπάρχει ούτε ένας.
Να αδειάσουν οι δρόμοι, να αδειάσει ο κόσμος.



-Έτσι καταφέραμε να σε σκοτώσουμε και σένα, τελευταίε ταξιδιώτη.


 

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η πιο όμορφη θέα

Η πιο όμορφη θέα είναι αυτή που  λαχταράς να δεις μέρες, μήνες, ίσως και χρόνια. Μπορεί να μην την έχεις δει ποτέ με τα ίδια σου τα μάτια. Μπορεί να στην έχουν περιγράψει, μπορεί να την έχεις δει σε μία φωτογραφία ή σε ένα πίνακα, ή ακόμα και σε ένα όνειρο.

Η αγαπημένη μου θέα είναι η Αθήνα από ψηλά. Αυτό το ολόφωτο χάος γεμάτο πράσινο και μπετό, τόσο άτακτα δομημένο, που μοιάζει σαν την πρώτη ζωγραφιά ενός νηπίου. Η Αθήνα είναι η πόλη μου, η Αθήνα είναι οι άνθρωποι μου, η Αθήνα είναι το σπίτι μου.

Σήμερα είναι μια όμορφη μέρα. Σήμερα είμαι χαρούμενη. Σήμερα κοιμήθηκα με την μητέρα μου στο ίδιο κρεβάτι σαν όπως τότε που ήμουν μικρή. Σήμερα έφτιαξα πρωινό στον αδελφό μου και το μεσημέρι έφαγα στο τραπέζι με τον παππού μου, ενώ η γιαγιά μου μίλαγε ακατάπαυστα. Σήμερα μίλησα με τον μπαμπά μου, ο οποίος γκρίνιαζε που δεν μπορούσε να είναι εκεί. Σήμερα θα δω τους ανθρώπους μου, στα μέρη μου. Και είμαι χαρούμενη. Μπορεί σε λίγες μέρες να κλάψω, να γκρινιάξω, να τσακωθώ. Αλλά σήμερα είμαι ευτυχισμένη. Και εύχομαι και εσείς να είστε ευτυχισμένοι. Αχ σας το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.

https://www.youtube.com/watch?v=BW9Fzwuf43c

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Oversharing και άλλες τέτοιες πρακτικές

-Παρακαλώ... Περάστε. Καθίστε...
-Να καθίσω εδώ;
-Εεε, θα προτιμούσα να καθόσασταν στον καναπέ...
-Μάλιστα
 Και τώρα μίλα...  Γιατί χαμογελάει; Μου φαίνεται περίεργος. Ποιος άνθρωπος φοράει πράσινη γραβάτα με μπλε κουστούμι. Κάτι πρέπει να πηγαίνει λάθος. Συνεχίζει να χαμογελάει.
-Μιλήστε μου. Τι σας φέρνει εδώ;
Και κάπως έτσι θέλω να φύγω. Όχι απλώς να φύγω, να τρέξω μέχρι να νιώσω τα πόδια μου να ξεκολλάνε από το κορμί μου.
-Να... Έχω ένα πρόβλημα...
Σταματάω να μιλάω. Ο τύπος με κοιτάει περίεργα.
-Πείτε μου. Ίσως να μπορώ να σας βοηθήσω.
  Παίρνω ανάσα.
-Να, έχω ένα πρόβλημα με την κάρτα μου. Δε βγάζει χρήματα. Ήθελα το Σάββατο να πάω θέατρο και έλεγε "η κάρτα σας απορρίφθηκε, προσπαθήστε ξανά" και προσπάθησα ξανά και ξανά και ξανά και έχασα την παράσταση. Ήθελα να την δω αυτή την παράσταση και την έχασα εξαιτίας της ρημάδας της κάρτας. Εξαιτίας ΣΑΣ έχασα την παράσταση. Σας θεωρώ προσωπικά υπεύθυνο. Νιώθω εξοργισμένη από εσάς και την εξυπηρέτηση σας. Που είναι ο υπεύθυνος; Χήρα γυναίκα να με εμποδίζετε να βγω έξω. ΕΣΕΙΣ ΦΤΑΙΤΕ. Μου στερήσατε το βράδυ μου. Νιώθω εξαπατημένη και... και... Ο υπάλληλος γουρλώνει τα μάτια του, προσπαθεί να παρακολουθήσει.
-Και...ΜΟΝΗ. Και δηλαδή τι νιώθω; Είμαι. Ξέρετε αυτές τις σκηνές στις ταινίες, που δεν έχουν λόγια παρά μόνο ενα θλιβερό κακομοίρη να πίνει και να κλαίει και στο βάθος μουσική; Ε, αυτός ο κακομοίρης είμαι εγώ. Δεν είναι ότι δεν μιλάω σε κανένα ή ότι κλαίω συνέχεια. Καλά, εντάξει κλαίω συνέχεια, αλλά με καταλαβαίνετε, όχι; Τα είχα όλα. Δουλειά, σπίτι, άντρα. Τώρα δεν μου έμεινε κάτι. Όχι πως τα έχασα όλα με τη μία, το έβαλα το χεράκι μου. Αλλά φεύγει το ένα και καταρρέουν όλα. Όχι; Νομίζω πως έτσι πάει. Τουλάχιστον στην περίπτωση μου έτσι έγινε. Τι με κοιτάτε λοιπόν σαν εξωγήινος; Ο υπάλληλος αποσβολωμένος σφίγγει τη γραβάτα του και προσπαθεί να κρύψει την αμηχανία του, δαγκώνοντας τα χείλη του.
 - Χαμογελάτε; Γιατί χαμογελάτε; Ξέρετε μου φαίνεται τόσο περίεργο που χαμογελάτε, θυμάμαι το έκανα παλιά και εγώ, τότε ανέμελη κοπέλα που ήμουν. Αχ, είχα τόση ζωή μέσα μου και χαρά... Αχ, μοίραζα τόση χαρά. Έπρεπε να με βλέπατε. Ποιος μου πήρε την χαρά μου; Ή μήπως έφυγε μαζί του; Ξέρετε τι μπορεί να συνέβη;
 -Σε ποιόν; απαντάει ο υπάλληλος αποσβολωμένος.
-Στην κάρτα μου! Δε με παρακολουθείτε; 
-Προσπαθώ...
-Όχι δεν προσπαθείτε! Και γιατί να το κάνετε άλλωστε! Καλή σας μέρα! 
 Ένιωθα το βλέμμα του να με τρυπάει στην πλάτη, καθώς έβγαινα με λύσσα έξω στο δρόμο. Αχ, αυτή η ανακούφιση. Σήμερα χήρα, αύριο ναρκομανής, μεθαύριο; Ποιος ξέρει. Είσαι τρελή, είπα κοιτάζοντας τον εαυτό μου στην βιτρίνα ενός διπλανού καταστήματος. 

ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ!