Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ωδή

Καθόσουν σκεπτικός και κουλουριασμένος και κοίταζες το άπειρο. Τα νύχια σου μπηγμένα στη σάρκα σου, φαινόταν πως ήσουν μόνος. Στο κεφάλι σου έπαιζαν σκηνές και αναρωτιόσουν ποια από τις δύο προτιμάς να έρθει να σε σώσει. Να είναι εκείνη που όλο σου το είναι περιμένει να την κατασπαράξει; Ή μήπως η  άλλη; Εκείνη που έφυγε τρέχοντας, εγκαταλείποντας σε, ω μέγα! Αναρωτιέσαι τι είναι πιο σημαντικό, πως θα έρθει; Γιατί έφυγε; Και τα δύο;

Μικρός η μητέρα σου, σου ζωγράφιζε νεράιδες και εσύ μαγευόσουν με την κάθε τους μορφή.
Στο σχολείο πολεμούσες με το διπλανό σου·έμαθες τη μάχη και λάτρεψες τη νίκη. Ο δάσκαλος, σου έμαθε τον κόσμο σου και τους ανθρώπους του. Αργότερα, όταν γεύτηκες χείλη και δάκρυα ερωτεύτηκες την πλάση και τη δημιουργία.

Και σαν πέρναγε ο καιρός, άρχισες να φτιάχνεις δικούς σου κόσμους και μάχες και πλάσματα τόσο υπέροχα, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ομορφιά τους. Έπλασες τον κόσμο σου, ω μέγα, και αποφάσισες να ζήσεις σε αυτόν και να ρουφήξεις οτιδήποτε και οποιονδήποτε ταιριάζει, ευχόμενος με την σειρά σου να μυηθούν και να γίνετε ένα.

Μα ξέχασες, ω μέγα, τη μητέρα που σου ζωγράφιζε τις νεράιδες, το φίλο που σου έμαθε να πολεμάς και την απλότητα του κόσμου που ζεις. Εγκατέλειψες το θνητό για ν' αγγίξεις τον ουρανό και κάθε φορά που πλησιάζεις καίγεσαι, ω Ίκαρε και πέφτεις και πονάς και είναι οι άνθρωποι,  εκείνοι οι θνητοί που σε νιώθουν και σε γιατρεύουν, μέχρι να ξαναπετάξεις και να κυνηγήσεις τα άγρια πλάσματα του μυαλού σου.

Εσύ μέγα βασιλιά, έρχεσαι πρώτος στον κόσμο σου. Αχ, πόσο σου αρέσει που είσαι βασιλιάς. Πάνω από σένα υπάρχουν μόνο οι Θεοί και στους Θεούς πρέπει να υποκλινόμαστε όλοι ακόμα και εσύ. Δίπλα σου, οι εκλεκτοί, η καρέκλα των οποίων τρίζει κάθε φορά που φεύγεις σε εκστρατεία. Επαναστάσεις απαγορεύονται στον κόσμο σου, ω μέγα δυνάστη, καταπνίγονται από τους νόμους και τα ήθη του κόσμου σου. Μόνο κάποιοι λίγοι ξεφεύγουν που και που και μετά χάνονται και κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν.

Μικρέ μου θνητέ, μικρέ μου παραμυθά, αναρωτιέμαι τι έχεις στο νου σου, έτσι σιωπηλός που είσαι. Εκείνη που δεν σου δίνει την ευκαιρία να την κάνεις μια ακόμα βασίλισσα; Ή την άλλη που έψαξε και βρήκε τον τρόπο να σπάσει την ιστορία σου; Αναρωτιέμαι τι πονάει περισσότερο, λατρεμένε μου φίλε.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Ένα απλό τσίμπημα

          Με ένα μικρό πετάρισμα των βλεφαρίδων, άνοιξε τα μάτια της. Το σώμα της πονούσε ακόμα, μα στα χείλη της σχηματίστηκε η ιδέα ενός χαμόγελου. Ήταν ευδιάθετη.Ο πόνος της έδινε μια ιδιαίτερη ευεξία. Πέταξε το σεντόνι και άφησε τον θορυβώδη ανεμιστήρα να δροσίσει το ιδρωμένο της κορμί. Είχε νικήσει. Μέσα της ένιωθε ολόκληρη. Αργότερα ίσως και να μετάνιωνε το νυχτερινό της αγώνα, ωστόσο, τώρα τα σημάδια της ήταν τρόπαια και οι μελανιές έπαινοι σε μία μάχη που κέρδισε. 
         Πηγαίνοντας στο μπάνιο, άφηνε τα ελάχιστα ρούχα της να πέφτουν ένα ένα στο πάτωμα, ένιωθε ελεύθερη. Άφησε το νερό να τρέχει δροσερό κάνοντας την να ανατριχιάσει από την πρώτη κιόλας σταγόνα. Επεξεργαζόταν το γυμνό κορμί της · τρία κυκλικά πορφυρά σημάδια στόλιζαν το λαιμό της σαν περιδέραιο, ενώ τα χέρια της είχαν τα αποτυπώματα του αντιπάλου. Δίχως να σκουπιστεί βγήκε από την μπανιέρα και φορώντας μια πρόχειρη μπλούζα πήρε τη βούρτσα και ξεκίνησε να χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της. Ένα μωβ σημάδι στην άκρη του ματιού της, της κίνησε την περιέργεια. Ενοχλήθηκε. Είχε σημαδευτεί στο πρόσωπο. Δεν της άρεσε. Δεν μπορούσε να το κρύψει. Θα έπρεπε να εξηγήσει. Δεν ήθελε να εξηγήσει.
      Βγήκε στο μπαλκόνι και άπλωσε τα γυμνά της πόδια στα κάγκελα. Έκλεινε τα μάτια και αναβίωνε τις βραδινές στιγμές πάλης που βίωσε. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, μα δεν την ένοιαζε. Ήταν ζωντανή, αυτό είχε σημασία. Κάθε πόνος, κάθε πρήξιμο, κάθε μελανιά σημαίνει ότι έχει ακόμα ζωή μέσα της.
      Μετά από μέρες την ρώτησα γιατί. Μου χαμογέλασε. Ανησυχούσα. Το κατάλαβε. Άφησε κάτω τα μαλλιά της και με πλησιάσε:  
-Νιώθω πως ζω. Νιώθω πως παλεύω για κάτι.
-Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;
-Είναι ο μόνος τρόπος που αξίζω.
-Πρέπει να σταματήσεις.
-Ναι. Κάποτε.
-Πότε;
-Όταν ξεχρεώσω.